Αυτοεκπληρούμενη Προφητεία
της Αντιγόνης Αποστολοπούλου
Όρος της ψυχολογίας, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία πρόβλεψη ή εκτίμηση η οποία, άμεσα ή έμμεσα αποδεικνύεται τελικώς σωστή λόγω της συμπεριφοράς και των αντιδράσεων που υιοθετούν τα άτομα απέναντι σε αυτή. Με άλλα λόγια, η άποψη ή η γνώμη που υιοθετούμε για έναν άλλον άνθρωπο, επηρεάζει την συμπεριφορά μας με τέτοιον τρόπο, ώστε τελικά να τον ωθούμε να δράσει με τρόπο ανάλογο, επιβεβαιώνοντας τελικά την αρχική μας «προφητεία».
Την έννοια εισηγήθηκε για πρώτη φορά το 1949 ο κοινωνιολόγος Robert Merton στο βιβλίο του «Κοινωνική Θεωρία και Κοινωνική Διάρθρωση». Όπως αναφέρει ο ίδιος, «η αυτοεκπληρούμενη προφητεία αρχικώς είναι ένας λανθασμένος ορισμός μίας κατάστασης, που προκαλεί στο άτομο την ανάδυση μίας νέας συμπεριφοράς, η οποία με τη σειρά της επιφέρει την επαλήθευση της λανθασμένης πεποίθησης. Αυτή η φαινομενική εγκυρότητα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας συντηρεί ένα σφάλμα, αφού ο «προφήτης» θα αναφερθεί στην πορεία των γεγονότων ως απόδειξη ότι είχε εξ’ αρχής δίκιο». Η έννοια της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, όπως ορίστηκε από τον Merton στηρίζεται στο Θεώρημα του Thomas, που αναφέρει ότι «Όταν οι άνθρωποι ορίζουν μία κατάσταση ως πραγματική, τότε αυτή είναι πραγματική ως προς τις συνέπειές της». Έτσι, μία θετικά ή αρνητικά φορτισμένη προφητεία, πεποίθηση ή ψευδαίσθηση – που δηλώνεται ανοιχτά ως αληθής ενώ στην πραγματικότητα είναι εσφαλμένη – αρκεί για να επηρεάσει τους ανθρώπους με τέτοιο τρόπο, ώστε τελικά οι ίδιες οι πράξεις τους να επιβεβαιώσουν την αρχικά λανθασμένη προφητεία.
Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές. Μία από αυτές, το επονομαζόμενο και Φαινόμενο του Πυγμαλίωνα, μελετήθηκε με εντυπωσιακό (και σήμερα δεοντολογικά μη-αποδεκτό τρόπο) από τους ερευνητές Robert Rosenthal και Lenore Jacobson το 1968 σε ένα δημοτικό σχολείο στην Καλιφόρνια. Εκεί, οι ερευνητές μοίρασαν ένα τεστ νοημοσύνης στα παιδιά όλων των τάξεων, τα αποτελέσματα του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν στους δασκάλους. Εν συνεχεία, ανέφεραν ψευδώς στους δασκάλους των παιδιών ότι κάποια από αυτά θα είχαν πολύ καλύτερες σχολικές επιδόσεις από κάποια άλλα, κατονομάζοντας τα παιδιά που αναμένονταν να εμφανίσουν καλύτερες επιδόσεις. Στο τέλος της χρονιάς, τα παιδιά πέρασαν και πάλι από τεστ νοημοσύνης. Εκεί, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, τα παιδιά που οι ερευνητές είχαν ψευδώς αναφέρει στους δασκάλους ως αυτά με τις καλύτερες προοπτικές για σχολικές επιδόσεις, είχαν σημαντικά υψηλότερη νοητική ανάπτυξη από τα υπόλοιπα παιδιά. Τι είχε συμβεί στο μεσοδιάστημα; Επιβεβαιώνοντας τις αρχικές προβλέψεις των ερευνητών, οι δάσκαλοι είχαν προσαρμόσει –ασυνείδητα- την συμπεριφορά τους, βοηθώντας τα παιδιά με τις καλύτερες προοπτικές και αδιαφορώντας για τα παιδιά με τις χειρότερες προοπτικές, οδηγώντας τελικά με την συμπεριφορά τους σε επιβεβαίωση της αρχικώς ψευδούς άποψης.
Οι προσδοκίες, λοιπόν, που σχηματίζουμε αναφορικά με έναν άλλον άνθρωπο (ή και τον ίδιο τον εαυτό μας), κατευθύνουν την ίδια τη συμπεριφορά μας και τελικά επιβεβαιώνουν αυτό που αρχικά είχαμε –εσφαλμένα- υποθέσει. Είναι εντυπωσιακό το πόσο συχνά συμβαίνει αυτό στην καθημερινότητά μας: νομίζουμε πως ο άνθρωπός μας δεν μας αγαπάει πλέον, απομακρυνόμαστε από αυτόν και τελικά τον απομακρύνουμε. Θεωρούμε πως ο μετανάστης που προσλαμβάνουμε για κάποια δουλειά είναι ανίκανος και τεμπέλης, του φερόμαστε άσχημα και τελικά τον ωθούμε στο να αδιαφορήσει για τη δουλειά που τον προσλάβαμε να κάνει. Αγχωμένοι, θεωρούμε πως δεν θα τα καταφέρουμε σε κάποια δουλειά που έχουμε αναλάβει, χάνουμε τον συντονισμό μας και τελικά δεν αποδίδουμε όπως θα μπορούσαμε πραγματικά να αποδώσουμε αν είχαμε συγκρατήσει το άγχος και τις προσδοκίες μας.
Πριν λοιπόν κατηγορήσουμε την μοίρα ή την κακή μας τύχη, το φύλο, το χρώμα, την ηλικία ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να θεωρηθεί (εσφαλμένα) ως υπεύθυνο για την συμπεριφορά τη δική μας ή του άλλου, ας κάνουμε μία παύση κι ας σκεφτούμε, μήπως εμείς οι ίδιοι ήμασταν εξ’ αρχής υπεύθυνοι για τα όσα συνέβησαν και για την τροπή που πήραν τα πράγματα στη ζωή μας. Όπως άλλωστε έλεγε ο Γκαίτε «αντιμετώπισε κάποιον όπως είναι και θα παραμείνει έτσι. Αντιμετώπισε τον όπως θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι και θα γίνει όπως μπορεί και πρέπει να γίνει».
Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος