Η Ζήλεια στις Ερωτικές Σχέσεις
της Αντιγόνης Αποστολοπούλου
Ζήλεια: «Αίσθημα που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του έρωτα. Παράγεται από τον φόβο μήπως η προτίμηση του αγαπημένου προσώπου στραφεί σε κάποιον τρίτο». (Littré) – Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου.
Τι Είναι η Ζήλεια
Από τα πιο συνηθισμένα, ενίοτε καταστροφικά και επικίνδυνα, συναισθήματα στον άνθρωπο είναι η ζήλεια. Παρ’ ότι όλοι μας την έχουμε –λιγότερο ή περισσότερο- νιώσει, ο ακριβής ορισμός της μας διαφεύγει, είναι ασαφής και ρευστός ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για ένα καθαρό, αμιγές συναίσθημα. Κάθε προσπάθεια ανάλυσης της ζήλειας προσκρούει στη διαπίστωση ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα οξύμωρο «μισαγαπώ», για την ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός ισχυρού «σ’αγαπώ» και ενός εξίσου κυρίαρχου «σε μισώ», που απαντάται, κατά περίπτωση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, αλλά με διαφορετική ένταση και τρόπο έκφρασης. Αν θέλαμε να την περιγράψουμε σε ένα γενικό επίπεδο, θα λέγαμε πως η ζήλεια είναι ένα σύνθετο συναίσθημα, που περιλαμβάνει θυμό, άγχος, δυσαρέσκεια, απειλή και φόβο. Εντάσσεται στα λεγόμενα «πρωταρχικά» συναισθήματα, διότι απαντάται τόσο στον άνθρωπο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, όσο και στα ζώα. Σημαντικό είναι να τονίσουμε ότι η ζήλεια διακρίνεται από τον φθόνο, με τον οποίο συχνά συγχέεται, ως προς το «αντικείμενο» στο οποίο στρέφεται κάθε φορά το συναίσθημά μας: Ζηλεύω γιατί δεν θέλω να σε χάσω, φθονώ γιατί έχεις κάτι που θέλω να το αποκτήσω.
Γιατί ζηλεύουμε;
Οι ερμηνείες, που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, για τους λόγους της ζήλειας μας είναι πολλές και όλες φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της συμπεριφοράς μας. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι επισημαίνουν πως, στην ιστορία του ανθρώπου, η ζήλεια συνέβαλλε στο να διατηρηθούμε και να αναπαραχθούμε ως είδος. Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε με το συναίσθημα αυτό, προκειμένου να προστατευτούμε από οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει την ενότητα της οικογένειας. Ο Freud θα τοποθετήσει τη ζήλεια στην οιδιπόδεια σύγκρουση και θα εντοπίσει τις ρίζες της σε τραύματα, απώλειες, έλλειψη προσοχής και ενδιαφέροντος, που βιώσαμε ως παιδιά στην παιδική μας ηλικία. Στην ενήλικη πλέον ζωή μας, ως άλλος εφιάλτης, η ζήλεια ενεργοποιεί τα βαθύτερα και πιο έντονα συναισθήματά μας: τον φόβο της απόρριψης και της μοναξιάς, την συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούμε τελικά να έχουμε οτιδήποτε θέλουμε στη ζωή, μία απίστευτη οργή προς τον άνθρωπο που προσπαθεί να μας «κλέψει» τον σύντροφο, αλλά και έντονα αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας, επειδή θεωρούμε πως αποδειχθήκαμε «κατώτεροι των περιστάσεων». Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν τρία «επίπεδα» ζήλειας, τα οποία ορισμένες φορές επικαλύπτονται μεταξύ τους. Έτσι, υπάρχει η φυσιολογική ζήλεια του ανθρώπου, που βλέπει το σύντροφό του να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση. Εδώ το συναίσθημα είναι φυσιολογικό, διότι προκαλείται από μία ορατή και πραγματική αφορμή και εξαφανίζεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η νευρωτική ζήλεια, αντίθετα, δεν οφείλεται σε κάποια πραγματική και υπαρκτή αιτία, αλλά στους φόβους και τις υποψίες που κατακλύζουν αναίτια τον άνθρωπο για τον σύντροφό του. Φοβούμενος την περίπτωση να έχει ο/ η σύντροφος κάποια παράλληλη ή εξωσυζυγική σχέση, αρχίζει να τον/την κατηγορεί ότι «προκαλεί», ότι δεν του/της δίνει σημασία, κλπ, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τους δικούς του /της φόβους στον άλλον. Τέλος, η παθολογική ζήλεια υπερβαίνει κάθε όριο της λεγόμενης «κοινωνικά αποδεκτής» συμπεριφοράς και γίνεται έμμονη ιδέα. Εδώ θα βρούμε τους ανθρώπους που ψάχνουν μανιωδώς τα πράγματα του άλλου, παρατηρούν την παραμικρή κίνηση του συντρόφου και φθάνουν σε σημείο να τον παρακολουθούν, προκειμένου να βρουν «πειστήρια» και αποδείξεις της υποτιθέμενης απιστίας. Από την άλλη πλευρά, ο Albert Ellis, πολύ γνωστός ψυχοθεραπευτής και εμπνευστής της λογικοθυμικής θεωρίας και ψυχοθεραπείας, θα χαρακτηρίσει την ζήλεια ως «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», υποστηρίζοντας πως τελικά, ο κάθε άνθρωπος θέλει και ζηλεύει, λόγω μίας παράλογης και απελπιστικής ανάγκης του για αγάπη.
Μελετώντας προσεκτικά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τα αίτια της ζήλειας, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο κοινούς παρονομαστές: την ανασφάλεια του ζηλιάρη ανθρώπου και την κτητικότητά του. Ένας άνθρωπος ανασφαλής, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και μειωμένη αίσθηση αυταξίας, προσπαθεί να αντλήσει σιγουριά και βελτιωμένη αυτοεικόνα από τον σύντροφό του. Παράλληλα, τείνει διαρκώς να συγκρίνεται με τους άλλους με όρους «καλύτερος – χειρότερος», ενώ έχει ένα διαρκές αίσθημα κατωτερότητας έναντι των υπολοίπων. Ακριβώς επειδή έχει ανάγκη τον άλλον για να διατηρεί σε ικανοποιητικά επίπεδα την αυτοεικόνα του, αρχίζει σταδιακά να εξαρτάται από αυτόν, να στηρίζεται σε αυτόν και να φοβάται μην τον χάσει, διότι μαζί με αυτόν θα χάσει και την όποια αυτοεκτίμηση έχει καταφέρει να δομήσει στη διάρκεια της σχέσης τους. Κάπου εκεί, εισέρχεται η κτητικότητα, αυτή η εσφαλμένη πεποίθηση του «είσαι δικός μου / δική μου», που βαθμιαία οδηγεί σε συμπεριφορές αποκλεισμού του άλλου, προσπάθειες ελέγχου των κινήσεών του, πιεστικές εκκλήσεις για «ειλικρίνεια στη σχέση» (που στη βάση τους είναι εντελώς ανειλικρινείς, διότι ακόμα και η παραμικρή ειλικρινής παραδοχή από την πλευρά του άλλου ότι, «ναι, φλέρταρα με την Χ» θα πυροδοτήσει στον ζηλιάρη σύντροφο ξεσπάσματα οργής και θυμού) και άλλες πράξεις που, τελικά, λειτουργούν ως «αυτοεκπληρούμενες προφητείες», οδηγώντας στο εντελώς αντίθετο του επιθυμητού αποτέλεσμα: με τη συμπεριφορά του, ο ζηλιάρης σύντροφος απομακρύνει ψυχικά και συναισθηματικά τον άλλον από κοντά του, ωθώντας τον με τις ίδιες τις πράξεις του σε μία άλλη σχέση.
Ποιοι ζηλεύουν περισσότερο;
Παρ’ ότι γενικά υπάρχει η αντίληψη πως οι γυναίκες ζηλεύουν περισσότερο, η αλήθεια είναι πως ζήλεια νιώθουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, εντοπίζεται στο καθεαυτό αντικείμενο της ζήλειας τους: Οι γυναίκες ζηλεύουν την συναισθηματική παρέκκλιση του συντρόφου τους, ενώ οι άνδρες ζηλεύουν την σεξουαλική παρέκκλιση της συντρόφου τους. Έτσι, μία γυναίκα ωθείται στα άκρα της ζήλειας όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι ο σύντροφός της είναι ερωτευμένος με μία άλλη γυναίκα (χωρίς να στέκεται ιδιαίτερα στο αν υπήρξε ή όχι σεξουαλική σχέση), ενώ ένας άνδρας ζηλεύει περισσότερο όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι η σύντροφός του έχει σεξουαλική σχέση με έναν άλλον άνδρα (χωρίς να ενδιαφέρεται τόσο για την ύπαρξη έρωτα μεταξύ των δύο).
Όλα τα παραπάνω είναι συμπεράσματα, παρατηρήσεις και ευρήματα επιστημονικών ερευνών, απολύτως χρήσιμα για την περιγραφή, την μελέτη και την κατανόηση αυτού του τόσο συχνού, έντονου και συχνά επικίνδυνου συναισθήματος, όπως είναι η ζήλεια. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλά από τα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους», που σημειώνονται σε όλο τον κόσμο, οφείλονται σε αυτή. Από την άλλη πλευρά όμως, στην καθημερινότητα του κάθε ερωτευμένου ανθρώπου, το γεγονός είναι ένα: Ο έρωτας είναι πάθος, εξάρτηση, εμμονή, κτητικότητα, ζήλεια, ανασφάλεια, φόβος – είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα συναισθήματα που βρίσκονται έξω από τον συνειδητό και έλλογο έλεγχο του ερωτευμένου ανθρώπου. Ο έρωτας είναι από τη φύση του ζηλιάρης. Όσο εύκολο είναι να υψώσουμε τον δείκτη επικριτικά στον ζηλιάρη άνθρωπο και να του κάνουμε παρατηρήσεις, όταν βρισκόμαστε έξω από την δίνη του ερωτικού πάθους, τόσο δύσκολο είναι να τον «μαλώσουμε» μόλις θυμηθούμε ένα δικό μας, αντίστοιχο βίωμα.
Επειδή λοιπόν ο έρωτας δεν είναι ούτε λογικός συνεταιρισμός ούτε διπλωματικό σώμα ή φιλανθρωπικό ίδρυμα, όπως παρατηρεί η Μ. Βαμβουνάκη, ας θυμόμαστε ότι τελικά, μέτρο της ζήλειας δεν είναι η ποιότητα (αν υπάρχει ή όχι) αλλά η ποσότητά της: ο συναγερμός αρχίζει να ηχεί όταν αυτή αγγίξει τα άκρα, όταν μετατραπεί σε συμπεριφορές που παρεμβάλλονται στην καθημερινότητα της σχέσης και στην πραγματική ελευθερία ύπαρξης του άλλου προσώπου. Είναι διαφορετικό το ερωτικό παιχνίδισμα μίας ζηλοτυπίας, που γίνεται για να βεβαιωθούμε πόσο μας επιθυμεί ο άλλος και είναι τελείως διαφορετική η προσπάθεια «εξουδετέρωσης» της ύπαρξης του άλλου, ώστε να μην υπάρχει καμία περίπτωση προσέλκυσης κάποιου «αντιπάλου». Κι αν δεν αρκεί αυτό, ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι, τελικά, το άτομο που ζηλεύει, υποφέρει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει ο Roland Barthes: «ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά: επειδή είμαι ζηλιάρης, επειδή προσάπτω στον εαυτό μου το ότι είμαι, επειδή φοβάμαι μήπως η ζήλεια μου πληγώσει τον άλλον, επειδή αφήνομαι να με υποδουλώσει μία κοινοτοπία: υποφέρω που είμαι αποκλεισμένος, επιθετικός, τρελός και κοινός».
Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Buunk, B.P., Angleitner, A., Oubaid, V., and Buss, D.M. (1996) Sex differences in jealousy in evolutionary and cultural perspective: Tests from the Netherlands, Germany and the United States, Psychological Science, vol. 7, no.6.
Freud, S. (1922) Some neurotic mechanisms in jealousy, paranoia and homosexuality, Penguin Freud Library 10.
Mullen, P.E. (1991) Jealousy: the pathology of passion. The British Journal of Psychiatry (1991)158: 593-601.
Schutzwohl, Achim (2008). The Intentional Object of Romantic Jealousy. Evolution and Human Behavior, 29.
Yates, C. (2000) Masculinity and Good Enough Jealousy , Psychoanalytic Studies, Vol. 2, No. 1
Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, Εκ. Ράππα. 1981.
Μάρω Βαμβουνάκη, Μία Μεγάλη Καρδιά Γεμίζει με Ελάχιστα, Εκ. Ψυχογιός. 2010